πλουτοκράτης

πλουτοκράτης
ο
θηλ. -ισσα αυτός που κρατεί, που ισχύει με τον πλούτο, που ανήκει στην τάξη των πλουσίων, ο κεφαλαιοκράτης: Οι πλουτοκράτες δεν κάνουν παραχωρήσεις στα αιτήματα των φτωχών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλουτοκράτης — ο, θηλ. πλουτοκράτισσα, Ν 1. αυτός που επικρατεί με τον πλούτο, που είναι ισχυρός επειδή διαθέτει περιουσία, κεφαλαιοκράτης 2. αυτός που ανήκει στην τάξη τών πλουσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούτος + κράτης (< κράτος), κατά το αριστο κράτης. Η λ.,… …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”