- πλουτοκράτης
- οθηλ. -ισσα αυτός που κρατεί, που ισχύει με τον πλούτο, που ανήκει στην τάξη των πλουσίων, ο κεφαλαιοκράτης: Οι πλουτοκράτες δεν κάνουν παραχωρήσεις στα αιτήματα των φτωχών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.